- ποδαγρικός
- ποδ-αγρικός, ή, όν, u. ποδ-αγρός, podagrisch, an der Fußgicht leidend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδαγρικός — gouty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικός — ή, όν, ΜΑ [ποδάγρα] 1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.) 2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ … Dictionary of Greek
ποδαγρικά — ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc pl ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός gouty fem nom/voc/acc dual ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός gouty fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικῶν — ποδαγρικός gouty fem gen pl ποδαγρικός gouty masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικόν — ποδαγρικός gouty masc acc sg ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρόν — ποδαγρικός gouty masc/fem acc sg ποδαγρικός gouty neut nom/voc/acc sg ποδαγρός masc/fem acc sg ποδαγρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικαῖς — ποδαγρικός gouty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικαί — ποδαγρικός gouty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικοῖς — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικοῖσι — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαγρικοῖσιν — ποδαγρικός gouty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)